Κεκραγάριον

«ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ»
Τοῦ θείου καί Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΓ΄
 
Ποιός Θεός εἶναι ὅμοιός Σου, Κύριε; Ποιός;
Μέγας στήν Ἁγιότητα, Φοβερός καί Ὑμνολογημένος,
πού κάνει τέρατα καί σημεῖα!
Ἀργά Σέ γνώρισα, Φῶς Ἀληθινό,
ἀργά Σέ γνώρισα ἐγώ.
Μπροστά στά μάτια μου, τοῦ μάταιου,
στεκόταν καί μ᾿ ἐμπόδιζε ἕνα σύγνεφο μεγάλο καί σκοτεινό,
ὥστε νά μήν ἔχω τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης,
καί νά μή βλέπω τῆς ἀλήθειας τό φως.

Στροβιλιζόμουν μέσα στό σκοτάδι,
τοῦ σκοταδιοῦ ὁ γυιός,
καί ἀγαποῦσα τό σκοτείνιασμα,
ἀγνοῶντας τό Φῶς.
Τυφλός ἤμουν καί τήν τύφλωσι ἀγαποῦσα,
κι ἀπό σκοτάδι σέ σκοτάδι πορευόμουν.
Ποιός μ᾿ ἔβγαλε ἀπό ἐκεῖ, ἐμέ τόν τυφλωμένον;
Ἐμένα πού καθόμουν στόν ἴσκιο τοῦ θανάτου;
*
Ποιός μέ πῆρε ἀπ᾿ τό χέρι καί μ᾿ ἔβγαλε ἀπό κεῖ;
Ποιός εἶναι πού μέ φώτισε;
Δέν Τόν ἀναζητοῦσα ἐγώ, Αὐτός μ᾿ ἀναζητοῦσε.
Δέν ζητοῦσα ἐγώ τή βοήθειά Του,
Αὐτός μέ κάλεσε κοντά του.
Ποιός εἶν᾿ Αὐτός;
Σύ Κύριε ὁ Θεός μου «ὁ Συμπονετικός καί Ἐλεήμων.
Ὁ Πατέρας τῆς συμπόνοιας καί Θεός κάθε παρηγοριᾶς».
Σύ ὁ Θεός μου ὁ Ἅγιος,
πού Σέ ὁμολογῶ μ᾿ ὅλη μου τήν καρδιά,
κι εὐχαριστῶ τό ὄνομά Σου.
Δέν Σέ ἀναζητοῦσα ἐγώ, Ἐσύ μέ ἀποζήτησες.
Δέν Σέ ἐπικαλέστηκα ἐγώ, Ἐσύ μέ ἀνακάλεσες.
*
Μοῦ ἔδωσες τό ὄνομά Σου – μέ λένε χριστιανό –
βρόντησες ἀπό ψηλά καί μέ φωνή μεγάλη
στό ἐσωτερικώτερο αὐτί τῆς καρδιᾶς μου – καί εἶπες:
  • Γέννηθήτω φῶς, καί ἐγένετο φῶς.
Καί ὑπεχώρησε τό μέγα σύγνεφο,
ἔλυωσε καί ἔτρεξε κάτω σάν τό νερό
καί ἔφυγε ἡ σκοτεινή συννεφιά πού σκέπαζε τά μάτια μου.
Καί σήκωσα τά μάτια μου, εἶδα τό φῶς Σου,
ἀναγνώρισα τή φωνή Σου καί εἶπα:
  • Ἀληθινά, Κύριε, «Σύ εἶσαι ὁ Θεός μου,
πού μ᾿ ἔβγαλες ἀπ᾿ τό σκοτάδι καί ἀπό τόν ἴσκιο τοῦ θανάτου
καί μέ κάλεσες ἐπάνω, στό φῶς, τό θαυμαστό, τό δικό σου».
Καί νά, τώρα βλέπω!
Εὐχαριστῶ Ἐσένα πού μέ φώτισες.
Καί ἐπέστρεψα,
καί εἶδα καθαρά τό σκότος πού μέ κάλυπτε,
καί τή ζοφερή ἄβυσσο ὅπου κειτόμουν.
Καί τρόμος μέ κρατοῦσε καί ξαφνιάστηκα καί εἶπα:
  • Ὦ, ὦ, σέ ποιό σκοτάδι μέσα ἔπεσα!
Ἀλλοί, ἀλλοί, τί τύφλωσι ἦταν αὐτή,
ὅπου δέν μποροῦσα τοῦ οὐρανοῦ τό φῶς νά ἰδῶ!
Ἀλλοίμονο ποιά ἄγνοια μέ εἶχε κυριέψει,
ὅταν δέν Σέ γνώριζα, Κύριε!
Σ᾿ εὐχαριστῶ, λοιπόν,
τό Φωτοδότη μου καί Λυτρωτή μου,
διότι ἔλαμψες ἀπάνω μου καί σέ γνώρισα.
Ἀργά βέβαια σέ γνώρισα, ὦ Ἄναρχη Ἀλήθεια,
ἀργά σέ γνώρισα, Ἀλήθεια προαιώνια.
Γιατί ἐνῶ Σύ ἤσουν στό φῶς,
ἐγώ ἤμουν στό σκοτάδι,
καί δέν Σέ γνώριζα,
οὔτε καί μποροῦσα νά φωτισθῶ χωρίς Ἐσένα.
Γιατί δέν ὑπάρχει, βέβαια, χωρίς Ἐσέ κανένα φῶς.
 
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Σχολιάστε